-
1 ὀκτω-και-δεκά-δραχμος
ὀκτω-και-δεκά-δραχμος, achtzehn Drachmen schwer, werth, πωλῶν τὰς κριϑὰς ὀκτωκαιδεκαδράχμους, Dem. 42, 20.
См. также в других словарях:
οκτωκαιδεκάδραχμος — ὀκτωκαιδεκάδραχμος, ον (Α) αυτός που έχει βάρος ή αξία δεκαοκτώ δραχμών («πωλῶν τὰς κριθὰς ὀκτωκαιδεκαδράχμους», Δημοσθ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκτωκαίδεκα «δεκαοκτώ» + δραχμος (< δραχμή), πρβλ. οκτά δραχμος] … Dictionary of Greek